- περιούσιος
- -α, -οαγαπητός, εκλεκτός: Οι Εβραίοι θεωρούσαν τον εαυτό τους ως τον περιούσιο λαό του Κυρίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
περιούσιος — having more than enough masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιούσιος — ον, ΜΑ ξεχωριστός, εκλεκτός, αγαπητός («λαὸς περιούσιος ἀπὸ πάντων τῶν ἐθνῶν», ΠΔ) αρχ. αυτός που έχει περιουσία, ευκατάστατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ούσιος (< οὐσία), πρβλ. επι ούσιος] … Dictionary of Greek
περιούσιον — περιούσιος having more than enough masc/fem acc sg περιούσιος having more than enough neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσίοις — περιούσιος having more than enough masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσίου — περιούσιος having more than enough masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιουσίῳ — περιούσιος having more than enough masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Neboulos — Allegiance Byzantine Empire Umayyad Caliphate Commands held archon of the Slavic corps Battles/wars Battle of Sebastopolis Neboul … Wikipedia
Небул — греч. Νέβουλος Принадлежность … Википедия
αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… … Dictionary of Greek
ιεράτευμα — το (ΑΜ ἱεράτευμα) [ιερατεύω] 1. το ιερατείο, το σύνολο τών κληρικών 2. φρ. «βασίλειον ἱεράτευμα» το σύνολο τών πιστών τής ιουδαϊκής θρησκείας ἡ τής χριστιανικής εκκλησίας, ο περιούσιος λαός τού θεού, τα μέλη τού οποίου έχουν τη γενική, μη… … Dictionary of Greek